- κουρίδιος
- κουρίδιος, -ία και -ίη, -ον (Α)1. συνδεδεμένος με γάμο, νόμιμος σύζυγος (α. «κουρίδιον ποθέουσα πόσιν», Ομ. Ιλ.β. «γαμέουσι δ' ἕκαστος αὐτῶν πολλὰς μὲν κουριδίας γυναῑκας», Ηρόδ.)2. συζυγικός («νωΐτερον λέχος αὐτῶν κουρίδιον», Ομ. Ιλ.)3. (για τέκνο) αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο4. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γάμο, νυφικός5. το θηλ. ως ουσ. ἡ κουριδίηη σύζυγος6. το αρσ. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) ὁ κουρίδιος(στη Λακωνία) προσωνυμία τού Απόλλωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + -ίδιος (πρβλ. νυμφ-ίδιος, ορθρ-ίδιος)].
Dictionary of Greek. 2013.